ἄρσενι

ἄρσενι
ἄρσην
NT
dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αρσένι — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 1.409 κάτ.) στην πρώην επαρχία Εδέσσης του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στα Ν της Σκύδρας κοντά στα όρια με τον νομό Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκύδρας …   Dictionary of Greek

  • Arseni — Αρσένι …   Deutsch Wikipedia

  • επιρράπτω — (Α ἐπιρράπτω) ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω («οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ) αρχ. 1. ράβω μέσα σε κάτι («Ζεύς... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», Νόνν.) 2. συρράπτω, συνδέω …   Dictionary of Greek

  • ἄρσεν' — ἄρσενα , ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl ἄρσενα , ἄρσην NT masc/fem acc sg ἄρσενι , ἄρσην NT dat sg ἄρσενε , ἄρσην NT nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”